- σκοτοπικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δυνατότητα όρασης σε αμυδρό φως2. φρ. «σκοτοπική όραση»βιολ. δυνατότητα διάκρισης τών αντικειμένων χωρίς χρώματα, αλλά μόνον σε μαύρο ή σε τόνους τού γκρίζου χρώματος και με ασάφεια τού περιγράμματός τους σε συνθήκες χαμηλής έντασης τού φωτός, η οποία επιτυγχάνεται με τα ραβδία τού αμφιβληστροειδούς χιτώνα τού οφθαλμού τών σπονδυλοζώων, αλλ. σκοτοψία ή νυκτερινή όραση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. scotopic (vision) < σκότος + θ. οπ- τού ὄπωπα* + κατάλ. -ικός].
Dictionary of Greek. 2013.